στεριώνω

στεριώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στεριώνω" в других словарях:

  • στεριώνω — στεριώνω, στέριωσα, στεριωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στεριώνω — Ν βλ. στερεώνω …   Dictionary of Greek

  • στεριώνω — βλ. στερεώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέριωμα — το, Ν [στεριώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στεριώνω, στερέωμα …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — και στεριώνω στερέωσα και στέριωσα, στερεώθηκα και στεριώθηκα, στερεωμένος και στεριωμένος 1. κάνω κάτι στερεό: Στερέωσε καλά τον τοίχο. – Στερέωσε το τραπέζι, για να μην κουνιέται. 2. αμτβ., γίνομαι σταθερός, μόνιμος: Δεν μπορώ να στεριώσω σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»