στεριώνω
Смотреть что такое "στεριώνω" в других словарях:
στεριώνω — στεριώνω, στέριωσα, στεριωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στεριώνω — Ν βλ. στερεώνω … Dictionary of Greek
στεριώνω — βλ. στερεώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέριωμα — το, Ν [στεριώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στεριώνω, στερέωμα … Dictionary of Greek
στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
στερεώνω — και στεριώνω στερέωσα και στέριωσα, στερεώθηκα και στεριώθηκα, στερεωμένος και στεριωμένος 1. κάνω κάτι στερεό: Στερέωσε καλά τον τοίχο. – Στερέωσε το τραπέζι, για να μην κουνιέται. 2. αμτβ., γίνομαι σταθερός, μόνιμος: Δεν μπορώ να στεριώσω σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)